- ομοεθνία
- ησύνολο ανθρώπων της ίδιας εθνικότητας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ομοεθνία — η (Α ὁμοεθνία, ιων. τ. ὁμοεθνίη) [ομοεθνής] η καταγωγή από το ίδιο έθνος νεοελλ. το σύνολο τών ανθρώπων που ανήκουν σε ένα έθνος αρχ. η συμμετρία τών μερών τού σώματος … Dictionary of Greek
ὁμοεθνίην — ὁμοεθνία descent from the same people fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουγγροφιννικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ούγγρους και στους Φίννους 2. φρ. «ουγγροφιννική ομοεθνία» ανθρωπολ. ομοεθνία που περιλαμβάνει στην Ευρώπη τους Ούγγρους ή Μαγυάρους, τους Φινλανδούς και τους Εσθονούς και στην Ασία τους ανατολικούς… … Dictionary of Greek
ουραλοαλταϊκός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα Ουράλια και στα Αλτάια Όρη τής Σιβηρίας. 2. φρ. α) «ουραλοαλταϊκοί λαοί» λαοί που κατοικούν στις περιοχές τών Ουραλίων και τών Αλταΐων Ορέων β) «ουραλοαλταϊκή γλωσσική ομοεθνία» μεγάλη γλωσσική ομάδα η… … Dictionary of Greek
Άριος — Άριος, ο θηλ. ια αυτός που ανήκει στην Αριανή (ή Ινδοευρωπαϊκή) ομοεθνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ινδοευρωπαίος — ο θηλ. αία άνθρωπος που ανήκει στην ομοεθνία, η οποία μιλά γλώσσες που κατάγονται από την ινδοευρωπαϊκή, ο Ινδογερμανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σλάβοι — οι (λ. σλαβ.), μεγάλη φυλή που ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ινδοευρωπαϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Ινδοευρωπαίους: Ινδοευρωπαϊκές γλώσσες. – Ινδοευρωπαϊκή ομοεθνία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)